φρενοβλάβεια

φρενοβλάβεια
η, ΝΜΑ, και φρενοβλαβία ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α [φρενοβλαβής]
βλάβη τής διανοητικής λειτουργίας, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
εκδήλωση μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῑς ἀνωτάτω φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρενοβλαβείᾳ — φρενοβλαβείᾱͅ , φρενοβλάβεια damage of the understanding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοβλάβεια — damage of the understanding fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοβλάβεια — η η βλάβη των φρένων, φρενοπάθεια, διανοητική διαταραχή, ψυχοπάθεια, τρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενοβλαβείας — φρενοβλαβείᾱς , φρενοβλάβεια damage of the understanding fem acc pl φρενοβλαβείᾱς , φρενοβλάβεια damage of the understanding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοβλαβείαι — φρενοβλαβείᾱͅ , φρενοβλάβεια damage of the understanding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοβλαβείαις — φρενοβλάβεια damage of the understanding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοβλάβειαν — φρενοβλάβεια damage of the understanding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • умовредие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. φρενοβλάβεια) безумие …   Словарь церковнославянского языка

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • αέρι — και αγέρι, το (υποκορ. τού ουσ. αέρας) 1. το αεράκι* 2. η ατμόσφαιρα, το κλίμα ενός τόπου 3. νευρικό νόσημα που προκαλείται από την επίδραση αερικού*, όπως επιληψία, φρενοβλάβεια κ.λπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”